- αυτοσχεδιαστικός
- η , ό[ν] импровизаторский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοσχεδιαστικός — αὐτοσχεδιαστικός, ή, ό (Α) [αυτοσχεδιάζω] αυτός που χαρακτηρίζεται από αυτοσχεδιασμό … Dictionary of Greek
αὐτοσχεδιαστικούς — αὐτοσχεδιαστικός extemporary masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιαστικῆς — αὐτοσχεδιαστικός extemporary fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιαστικήν — αὐτοσχεδιαστικός extemporary fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροφωνία — η (Α ἑτεροφωνία) η διαφορά τόνου, ήχου, φωνής νεοελλ. 1. το να μιλά κάποιος διαφορετική γλώσσα, η αλλοφωνία 2. ιατρ. ανώμαλη φωνή, παθολογικός φωνητικός διχασμός μερικών ατόμων που εκφέρουν φωνή συγχρόνως σε δύο τόνους 3. μουσ. αυτοσχεδιαστικός… … Dictionary of Greek